Θα κλείσω αυτό τον μήνα μ' ένα κείμενο που έγραψε η Στέλλα Παναγιωτοπούλου για μένα. Ήταν μια υπέροχη έκπληξη...
Κυκλοφορεί στο περιοδικό OviGreek.
Αποφάσισα να το συνοδεύσω από ένα παλαιότερο έργο μου από τη σειρά "Ανθρωπογραφίες" του 2009 που έχει τίτλο "Εκείνη, η νύχτα και το φεγγάρι".
Νομίζω του ταιριάζει....
"Τα χρώματα είναι η ζωή μου. Τέμπερα, ακουαρέλα, λάδι. Καμβάς, παλέτα. Παχύρευστο το κόκκινο κυλάει σαν αίμα. Και η ώχρα σα δοξασμένο παρελθόν ρημαγμένων Νεοκλασικών. Χρώματα γήινα, σώματα μόνα και καμπουριασμένα, σώματα κλεισμένα. Και χρυσαφιά φεγγάρια, πολλά ατέλειωτα φεγγάρια, ολόγιομα, νεογέννητα, ημιτελή. Λάμπουν μέσα στο μπλε του σούρουπου. Το καβαλέτο στημένο πάντα στη γωνία με συντροφεύει όλη την ημέρα, και μου υπόσχεται εικόνες και ταξίδια εξωτικά τις νύχτες.
Η νύχτα είναι η ζωή μου. Τη νύχτα ανασαίνω. Είμαι ένα νυχτολούλουδο, η μέρα με απειλεί. Τα αδιάκοπα κουδουνίσματα του τηλεφώνου, τα ατέλειωτα επτασφράγιστα φακελάκια, ο επιθετικός τόνος των άγνωστων φωνών. Θα σας κατασχέσουμε το σπίτι. Δεν έχω σπίτι. Ε, τότε το αυτοκίνητο. Δεν έχω αυτοκίνητο. Θα σας ενοχλήσουμε στη δουλειά σας. Δεν έχω αφεντικά, είμαι ελεύθερος επαγγελματίας. Ελεύθερος. Σας έχουμε στη μαύρη λίστα. Δεν είστε οι μόνοι. Χαρτάκια με νούμερα, κι άλλα νούμερα, κι επιστολές, κι αυτές οι τράπεζες που δεν το βάζουν κάτω. Μετά κλείνουν. Το απόγευμα αρχίζω και χαλαρώνω. Το καβαλέτο με παρακολουθεί υπομονετικά, μου κλείνει το μάτι συνωμοτικά. Το βράδυ θα τα πούμε οι δυο μας. Εσύ κι εγώ. Θα το γλεντήσουμε.
Δεν υπάρχουν άλλοι. Οι άλλοι χάθηκαν μαζί με το αεροπλάνο. Σ’ εκείνη τη πτήση από το Παρίσι πέταξε η ζωή μου και χάθηκε. Γονείς κι αδέλφια. φσστ, γίνανε καπνός. Δεν βρέθηκε κανείς. Μόνο κάτι πτερύγια του αεροπλάνου που έπλεαν σαν καρχαρίες μεταλλικοί. Φσστ, φύσηξε ο αέρας και τα σάρωσε όλα. Άσπρο για τα’ αφρισμένα κύματα και γκρίζο του χαμού. Θέλω πιο σκούρο γκρίζο. Κι άλλο ακόμα. Μαύρο σα το σκοτάδι. Και μια γωνιά γκρίζο μεταλιζέ εδώ, τα τελευταία ίχνη. Βυθίστηκε και πάει. Και το ψυχρό ατσάλινο φεγγάρι εκεί στην άκρη φωτίζει αμείλικτο την καταιγίδα. Λυσσομανάει ο αέρας. Φσστ.
Μετά αρχίσαν τα χαρτάκια. Εκκρεμότητες, ατέλειωτες εκκρεμότητες. Εγώ δεν ήξερα από αυτά. Εγώ ήμουν η καλλιτέχνης της οικογένειας. Εγώ ήμουν το κοριτσάκι του. Μετά εκείνος χάθηκε και πήρε μαζί το κοριτσάκι του. Έκτοτε δεν είμαι το κοριτσάκι κανενός. Ανήκω στο καβαλέτο μου. Το καβαλέτο μου ανήκει.
Κυκλοφορεί στο περιοδικό OviGreek.
Αποφάσισα να το συνοδεύσω από ένα παλαιότερο έργο μου από τη σειρά "Ανθρωπογραφίες" του 2009 που έχει τίτλο "Εκείνη, η νύχτα και το φεγγάρι".
Νομίζω του ταιριάζει....
"Τα χρώματα είναι η ζωή μου. Τέμπερα, ακουαρέλα, λάδι. Καμβάς, παλέτα. Παχύρευστο το κόκκινο κυλάει σαν αίμα. Και η ώχρα σα δοξασμένο παρελθόν ρημαγμένων Νεοκλασικών. Χρώματα γήινα, σώματα μόνα και καμπουριασμένα, σώματα κλεισμένα. Και χρυσαφιά φεγγάρια, πολλά ατέλειωτα φεγγάρια, ολόγιομα, νεογέννητα, ημιτελή. Λάμπουν μέσα στο μπλε του σούρουπου. Το καβαλέτο στημένο πάντα στη γωνία με συντροφεύει όλη την ημέρα, και μου υπόσχεται εικόνες και ταξίδια εξωτικά τις νύχτες.
Η νύχτα είναι η ζωή μου. Τη νύχτα ανασαίνω. Είμαι ένα νυχτολούλουδο, η μέρα με απειλεί. Τα αδιάκοπα κουδουνίσματα του τηλεφώνου, τα ατέλειωτα επτασφράγιστα φακελάκια, ο επιθετικός τόνος των άγνωστων φωνών. Θα σας κατασχέσουμε το σπίτι. Δεν έχω σπίτι. Ε, τότε το αυτοκίνητο. Δεν έχω αυτοκίνητο. Θα σας ενοχλήσουμε στη δουλειά σας. Δεν έχω αφεντικά, είμαι ελεύθερος επαγγελματίας. Ελεύθερος. Σας έχουμε στη μαύρη λίστα. Δεν είστε οι μόνοι. Χαρτάκια με νούμερα, κι άλλα νούμερα, κι επιστολές, κι αυτές οι τράπεζες που δεν το βάζουν κάτω. Μετά κλείνουν. Το απόγευμα αρχίζω και χαλαρώνω. Το καβαλέτο με παρακολουθεί υπομονετικά, μου κλείνει το μάτι συνωμοτικά. Το βράδυ θα τα πούμε οι δυο μας. Εσύ κι εγώ. Θα το γλεντήσουμε.
Δεν υπάρχουν άλλοι. Οι άλλοι χάθηκαν μαζί με το αεροπλάνο. Σ’ εκείνη τη πτήση από το Παρίσι πέταξε η ζωή μου και χάθηκε. Γονείς κι αδέλφια. φσστ, γίνανε καπνός. Δεν βρέθηκε κανείς. Μόνο κάτι πτερύγια του αεροπλάνου που έπλεαν σαν καρχαρίες μεταλλικοί. Φσστ, φύσηξε ο αέρας και τα σάρωσε όλα. Άσπρο για τα’ αφρισμένα κύματα και γκρίζο του χαμού. Θέλω πιο σκούρο γκρίζο. Κι άλλο ακόμα. Μαύρο σα το σκοτάδι. Και μια γωνιά γκρίζο μεταλιζέ εδώ, τα τελευταία ίχνη. Βυθίστηκε και πάει. Και το ψυχρό ατσάλινο φεγγάρι εκεί στην άκρη φωτίζει αμείλικτο την καταιγίδα. Λυσσομανάει ο αέρας. Φσστ.
Μετά αρχίσαν τα χαρτάκια. Εκκρεμότητες, ατέλειωτες εκκρεμότητες. Εγώ δεν ήξερα από αυτά. Εγώ ήμουν η καλλιτέχνης της οικογένειας. Εγώ ήμουν το κοριτσάκι του. Μετά εκείνος χάθηκε και πήρε μαζί το κοριτσάκι του. Έκτοτε δεν είμαι το κοριτσάκι κανενός. Ανήκω στο καβαλέτο μου. Το καβαλέτο μου ανήκει.
Τα’ χασα όλα, ακίνητα, αυτοκίνητα, παρέες, φίλους. Γεύτηκα την κρυφή δύναμη του χρήματος. Όταν το είχα δεν την είχα καταλάβει. Μόλις όμως χάθηκε αυτό, φσστ χάθηκαν όλα.
Παπαρούνες, πολλές κόκκινες παπαρούνες, κυλιέμαι πάνω σε χαλί από παπαρούνες, κόκκινες σαν τη φωτιά, και όταν λουλουδίζουν, χαρά ζωής. Κόκκινο του πάθους και κόκκινο σαν αίμα. Έτσι είμαι εγώ. Γυναίκα του πάθους και των άκρων. Κόκκινη παχύρρευστη μπογιά κυλάει σα δάκρυ, ράγισμα στη καρδιά μου, προχωράει η ρωγμή αργά, κυλάει, κόβει τον πίνακα στη μέση. Πριν και μετά. Πριν και μετά. Και τώρα. Μόνο τώρα, τίποτε άλλο, ούτε χτες, ούτε αύριο, μόνο τώρα. Βάλε μου άλλη μια βότκα. Ναι, κάνω ένα διάλλειμα. Δεν άντεξα τα ηλιοτρόπια, πολύ φως, πολύ κίτρινο, έπρεπε κάτι να πιω. Εγώ είμαι νυχτολούλουδο, μ’ αρέσει το φεγγάρι. Ο ήλιος με θαμπώνει , πολύ φως, δεν το αντέχω τόσο φως, χαμήλωσέ το λίγο…
Δεν έχω σπίτι, δεν έχω τίποτα. Τίποτα δεν μπορείτε να μου πάρετε. Όλος μου ο κόσμος το καβαλέτο. Που να καταλάβετε κύριε τι εννοώ, αυτά δεν είναι για σας , εσείς δεν είστε παρά ένας ασήμαντος υπαλληλάκος. Εγώ είμαι ελεύθερη και κολυμπώ στο κόκκινο."